κυριολεκτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κυριολεκτικό
- αιτιατική ενικού του κυριολεκτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κυριολεκτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυριολεκτικό ουδέτερο
- (προγραμματισμός) η σειρά χαρακτήρων όπως γράφεται στον πηγαίο κώδικα για να αποδώσει τιμή σε μεταβλητή ή σε πραγματική παράμετρο μιας συνάρτησης. Μπορεί να παριστάνει αριθμό, συμβολοσειρά ή οτιδήποτε άλλο, αλλά στον πηγαίο κώδικα, ο οποίος είναι κείμενο, δεν είναι παρά μία σειρά χαρακτήρων. Δεν πρέπει να συγχέεται με την σταθερά.
- Σε μιά εντολή ανάθεσης, όπως:
aNum = 356
, το356
είναι κυριολεκτικό (τρεις χαρακτήρες στο κείμενο) που δίνει τιμή στην αριθμητική μεταβλητήaNum
.
- Σε μιά εντολή ανάθεσης, όπως: