κυσοδόχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυσοδόχη < κυσός (πρωκτός) + -δόχη (< αρχαία ελληνική δέχομαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυσοδόχη θηλυκό
- είδος ξύλινων εργαλείων στα οποία δενόντουσαν οι σκλάβοι για τιμωρία [1] που αναφέρεται στον Αλκίφρωνα, 3.72, πρωκτικό βασανιστήριο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη / .
Πηγές
[επεξεργασία]- κυσοδόχη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχη (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)