κωλόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈlo.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λό‐χορ‐το
- παρώνυμο: κωλόχαρτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωλόχορτο ουδέτερο
- (οικείο) απαξιωτική ή μειωτική αναφορά σε κάποιο χόρτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωλόχορτο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κωλό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)