κόκκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόκκα, κόκα

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόκκα < ιταλική cocca[1]εγκοπή στο πίσω μέρος του βέλους, για τη χορδή του τόξου)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόκκα θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, τόμ. 2 (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κύπριων Λαϊκών Ποιητών, 1989, ISBN 9963555292), σ. 31. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01.