κόκκυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κόκκυ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόκκυ ουδέτερο άκλιτο

  1. το κούκου, η κραυγή του κούκου

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

κόκκυ

  1. γρήγορα