κόπι πάστε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόπι πάστε < κόπυ πάστε < αγγλική copy paste < copy (αντιγραφή) + paste
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόπι πάστε ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόπι πάστε
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)