κόπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόπτω: η αρχαία ελληνική κόπτω. Για το θέμα κοπ- → δείτε τη λέξη κόπος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.pto/

κόπτω

  1. (στα νέα ελληνικά) μόνο σε συγγενικά (κόπος) με θέμα κοπ- κοπτ- και #Παράγωγα του ρήματος
  2. (καθαρεύουσα) κόπτω: κόβω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κόπτω   κόπτομαι 
Παρατατικός  ἔκοπτον   ἐκοπτόμην 
Μέλλοντας  κόψω   κόψομαι & κοπήσομαι β΄παθ. 
Αόριστος  ἔκοψα   ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄ 
Παρακείμενος  κέκοφα, κέκοπα   κέκομμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκεκόπειν   - 
Συντελ.Μέλλ.  κεκόψομαι 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόπτω < κόπ-jω με θέμα κοπ- που συναντάμε στο κόπος [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (χτυπάω, πελεκώ) [2]

κόπτω

  1. (αρχική σημασία) πλήττω, χτυπάω
    1. πλήττω κάποιον με όπλο
    2. φονεύω κάποιον χτυπώντας τον με όπλο
  2. κόβω
  3. σφυροκοπώ, σφυρηλατώ
    • δημιουργώ νομίσματα σφυρηλατώντας μέταλλο
  4. χτυπάω την πόρτα
  5. (μεταφορικά) παραζαλίζω
  6. αποκόπτω
    1. υλοτομώ]
    2. (συνεκδοχικά) ερημώνω
  7. (για εξεταζόμενο) απορρίπτω
  8. κόπτομαι: οδύρομαι, θρηνώ
    (+ δοτική) κάτι κατέτρυχε το υποκείμενο, το βασάνιζε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κόβω - Πρότυπο:Π:Μπαμπινώτης 2010
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.