κόρνερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
εκτέλεση κόρνερ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόρνερ < αγγλική corner, γωνία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkoɾ.neɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόρνερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) λάθος ενός ποδοσφαιριστή που στέλνει ακούσια ή εκούσια τη μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της δικής του περιοχής
    ο αμυντικός έβγαλε τη μπάλα κόρνερ
  2. (αθλητισμός) λάκτισμα που αποδίδεται στην αντίπαλη ομάδα ως συνέπεια αυτού του λάθους και εκτελείται από τη γωνία του γηπέδου
    ο ποδοσφαιριστής εκτέλεσε το κόρνερ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]