κόρφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόρφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόρφος οι κόρφοι
      γενική του κόρφου των κόρφων
    αιτιατική τον κόρφο τους κόρφους
     κλητική κόρφε κόρφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόρφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόρφος < ελληνιστική κοινή *κόλφος (με ανομοίωση [lf > rf]) < αρχαία ελληνική κόλπος (με ανομοίωση διάρκειας [lp > fl]) [1][2]
Για το *κόλφος δείτε και το golfo καθώς και την τροπή αδελφός > αδερφός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkoɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόρ‐φος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόρφος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο)
    1. η αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος
      αποκοιμήθηκε στον κόρφο της μάνας του
    2. το στήθος, οι μαστοί γυναίκας
      ※  Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, στροφή 85
      Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
      πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
      γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
      γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
  2. (δημοτική) κόλπος θαλάσσιος [3]
    → δείτε και το τοπωνύμιο Κόρφος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κόρφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .