λίμνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Λίμνες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμνη οι λίμνες
      γενική της λίμνης των λιμνών
    αιτιατική τη λίμνη τις λίμνες
     κλητική λίμνη λίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λίμνη πάνω σε βουνό.
Λίμνη τη νύχτα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λίμνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λίμνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leim-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.mni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λί‐μνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίμνη θηλυκό

  1. (γεωγραφία) μικρή ή μεγαλύτερη σε έκταση εδαφική κοιλότητα, που είναι γεμάτη με γλυκό νερό
  2. (μεταφορικά) συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας κάποιου υγρού σε ένα σημείο

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῐμνᾱ-
ονομαστική λίμνη αἱ λίμναι
      γενική τῆς λίμνης τῶν λιμνῶν
      δοτική τῇ λίμν ταῖς λίμναις
    αιτιατική τὴν λίμνην τὰς λίμνᾱς
     κλητική ! λίμνη λίμναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίμν
γεν-δοτ τοῖν  λίμναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε την προσωδία από τον πληθυντικό όπως Λίμναι.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λίμνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leim-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίμνη θηλυκό

  1. (γεωγραφία) λίμνη ή λιμνοθάλασσα
  2. δεξαμενή (τεχνητή)
  3. (ποιητικό) θάλασσα
  4. (με κεφαλαίο, στον ενικό ή πληθυντικό) τοπωνύμιο
    όπως αἱ Λίμναι (συνοικία της Αθήνας κοντά στην Ακρόπολη)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)