λαδί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /laˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐δί
- τονικό παρώνυμο: λάδι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαδί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του λαδιού, το κιτρινοπράσινο
- ↪ Έχει λαδί παντελόνι και λαδιά γραβάτα, αλλά δεν βρίσκει κάλτσες που να ταιριάζουν.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαδί χρώμα
|
Επίθετο
[επεξεργασία]λαδί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του λαδής για όλα τα γένη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λαδί
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)