λαδίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδίλα οι λαδίλες
      γενική της λαδίλας
    αιτιατική τη λαδίλα τις λαδίλες
     κλητική λαδίλα λαδίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδίλα < λάδ(ι) + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαδίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]