λαδόπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόπανο τα λαδόπανα
      γενική του λαδόπανου των λαδόπανων
    αιτιατική το λαδόπανο τα λαδόπανα
     κλητική λαδόπανο λαδόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδόπανο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαδόπανο ουδέτερο

  • το πανί με το οποίο τυλίγουν το νεοφώτιστο αμέσως μετά τη βάπτιση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]