λαμαρίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμαρίνα οι λαμαρίνες
      γενική της λαμαρίνας των λαμαρινών
    αιτιατική τη λαμαρίνα τις λαμαρίνες
     κλητική λαμαρίνα λαμαρίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαμαρίνα < βενετική lamarin[1] < υποκοριστικό του lamiera < lama < λατινική lamina

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαμαρίνα θηλυκό

  1. λεπτό φύλλο μετάλλου
  2. τετράγωνο ταψί που χρησιμοποιείται σε αρτοποιεία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]