λασποβροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λασποβροχή θηλυκό
- (μετεωρολογία) μορφή υετού που περιέχει πολύ λεπτούς κόκκους άμμου που μεταφέρονται με τον άνεμο από την έρημο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λασπο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λασποβροχή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- λασποβροχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)