λαστέξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαστέξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lastex[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαστέξ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]