λαϊκούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκούρα οι λαϊκούρες
      γενική της λαϊκούρας
    αιτιατική τη λαϊκούρα τις λαϊκούρες
     κλητική λαϊκούρα λαϊκούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαϊκούρα < λαϊκ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαϊκούρα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]