λεβιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεβιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική levier. Δείτε και το κλιτό λεβιές

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /leˈvʝe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐βιέ
λεβιέ ταχυτήτων σε αυτοκίνητο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεβιέ ουδέτερο άκλιτο (και λαϊκότροπο αρσενικό: λεβιές)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]