λειρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λειρί | τα | λειριά |
γενική | του | λειριού | των | λειριών |
αιτιατική | το | λειρί | τα | λειριά |
κλητική | λειρί | λειριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειρί < αρχαία ελληνική λείριον «κρίνος».
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειρί ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λειρί στη Βικιπαίδεια