λεκτόρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεκτόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του λέκτορας
- ※ Το 1974 ανέλαβε ως εντεταλμένη λεκτόρισσα για νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης όπου εργάστηκε ως το 1983. (www.biblionet.gr/author/8414/Niki_Eideneier)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεκτόρισσα
|