λεμφοκοκκιωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεμφοκοκκιωμάτωση | οι | λεμφοκοκκιωματώσεις |
γενική | της | λεμφοκοκκιωμάτωσης* | των | λεμφοκοκκιωματώσεων |
αιτιατική | τη | λεμφοκοκκιωμάτωση | τις | λεμφοκοκκιωματώσεις |
κλητική | λεμφοκοκκιωμάτωση | λεμφοκοκκιωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεμφοκοκκιωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεμφοκοκκιωμάτωση < λεμφοκοκκίωμα + -ωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεμφοκοκκιωμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεμφοκοκκιωμάτωση
|