λεπτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]λεπτά < λεπτός
Επίρρημα
[επεξεργασία]λεπτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπτά
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λεπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεπτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λεπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεπτό