λεπτόσωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεπτόσωμος < ελληνιστική κοινή λεπτόσωμος < αρχαία ελληνική λεπτός (< λέπω) + σῶμα, μορφολογικά αναλύεται λεπτό- + -σωμος
Επίθετο
[επεξεργασία]λεπτόσωμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπτόσωμος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λεπτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σωμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)