λευκοσιδηρουργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκοσιδηρουργείο τα λευκοσιδηρουργεία
      γενική του λευκοσιδηρουργείου των λευκοσιδηρουργείων
    αιτιατική το λευκοσιδηρουργείο τα λευκοσιδηρουργεία
     κλητική λευκοσιδηρουργείο λευκοσιδηρουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λευκοσιδηρουργείο < λευκοσιδηρουργ(ός) + -είο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.fko.si.ði.ɾuɾˈʝi.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λευκοσιδηρουργείο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]