λεωφορειόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεωφορειόδρομος οι λεωφορειόδρομοι
      γενική του λεωφορειόδρομου των λεωφορειόδρομων
    αιτιατική τον λεωφορειόδρομο τους λεωφορειόδρομους
     κλητική λεωφορειόδρομε λεωφορειόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεωφορειόδρομος < λεωφορεί(ο) + -ό- + -δρομος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.o.fo.ɾiˈo.ðɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ω‐φο‐φει‐ό‐δρο‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεωφορειόδρομος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]