λεύκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεύκωμα < αρχαία ελληνική λεύκωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεύκωμα ουδέτερο
- βιβλίο με φωτογραφίες, πχ από έναν τόπο
- βιβλίο με λευκές σελίδες όπου γράφονται από τον κάτοχο ή φιλικά του πρόσωπα σύντομες σκέψεις ή άλλα κείμενα προσωπικού χαρακτήρα
- σύνθετη οργανική ένωση, θρεπτική ουσία των κυττάρων
- η λευκωματουρία ή πρωτεϊνουρία
- το ασπράδι του αβγού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεύκωμα ουδέτερο