λικβινταρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λικβινταρισμός < ρωσική Ликвидаторство (ρευστοποίηση)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λικβινταρισμός αρσενικό
- τάση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, που πρέσβευε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι επιβεβλημένο να εγκαταλείπεται η επαναστατική τακτική και να προκρίνονται νόμιμες μορφές αγώνα στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λικβινταρισμός