λογοδιάρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογοδιάρροια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λογοδιάρροια < λογο- + διάρροια (< διαρρέω < διά + ῥέω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lo.ɣo.ðiˈa.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐δι‐άρ‐ροι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογοδιάρροια θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λογο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)