λογοδόσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογοδόσιμο < λογοδίνομαι + -σο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογοδόσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογοδίνομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογοδόσιμο
|