λουστράκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λουστράκος < λούστρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /luˈstɾa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐στρά‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λουστράκος ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρός λούστρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λουστράκος
→ δείτε τη λέξη λούστρος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)