λούζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λούζω < αρχαία ελληνική λούω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λούζω (παθητική φωνή: λούζομαι)
- (μεταβατικό) πλένω τα μαλλιά
- (μεταβατικό) βρέχω πάρα πολύ, μουσκεύω
- τα διερχόμενα αυτοκίνητα με έλουσαν με τα νερά του δρόμου
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) επιπλήττω έντονα
- τον έλουσε με βρισιές
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) γεμίζω με άπλετο φως, φωτίζω
- το φως του φεγγαριού έλουζε το μπαλκόνι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- με έλουσε κρύος ιδρώτας → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου