λυκίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λυκίσκος | οι | λυκίσκοι |
γενική | του | λυκίσκου | των | λυκίσκων |
αιτιατική | τον | λυκίσκο | τους | λυκίσκους |
κλητική | λυκίσκε | λυκίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκίσκος < λύκος + -ίσκος, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική lupulus, υποκοριστικό του lupus (λύκος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈci.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐κί‐σκος
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκίσκος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- λυκίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίσκος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βότανα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)