μάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mag-
ζυμώνω, δουλεύω κάτι με το χέρι.
Ρήμα[επεξεργασία]
μάσσω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μᾶζα
- μαγεῖον
- μάγειρος
- μαγεύς
- μαγίς
- μάγμα
- μαγμός
- μάκτρα
- μακτήρ
- μακτήριον
- μάκτης
- μακτός
- μάκτρα
- μάκτρον
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἀναμάσσω
- ἀπομάσσω
- διαμάσσω
- εἰσμάσσομαι
- ἐκμάσσω
- ἐμμάσσομαι
- καταμάσσω
- περιμάσσω
- προμάσσω
- προσμάσσω
- ὑπομάσσω