μέλαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
      γενική τοῦ μέλανος τῶν μελάνων
      δοτική τῷ μέλαν τοῖς μέλασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
     κλητική ! μέλαν μέλαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέλανε
γεν-δοτ τοῖν  μελάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μέλαν' όπως «μέλαν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
μέλαν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μέλας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέλαν, -ᾰνος ουδέτερο

  1. το μελάνι
  2. το μαύρο χρώμα
  3. η κόρη του ματιού

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μέλαν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μέλαν