μέλει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι) ως απρόσωπο
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μέλει,, πρτ.: έμελε μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (απρόσωπο ρήμα) νοιάζει, ενδιαφέρει
- ↪ τι σε μέλει εσένανε από πού είμ' εγώ (λαΊκό τραγούδι)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- «Η κυρία δεν με μέλει», τίτλος θεατρικού έργου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέλει
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μέλει
- (απρόσωπο ρήμα) τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οὐδέν μοι μέλει
- ≈ συνώνυμα: «οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ» (δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη), Ηρόδοτος, Λουκιανός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τριτοπρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)