μέλει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μέλλει

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι) ως απρόσωπο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈme.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐λει
ομόηχο: μέλλει, μέλη, μέλι

μέλει,, πρτ.: έμελε μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • «Η κυρία δεν με μέλει», τίτλος θεατρικού έργου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



μέλει

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]