μέρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μερισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέρισμα τα μερίσματα
      γενική του μερίσματος των μερισμάτων
    αιτιατική το μέρισμα τα μερίσματα
     κλητική μέρισμα μερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέρισμα < ελληνιστική κοινή μέρισμα < αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dividende[1])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. μέρισμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)