μίμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μῖμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μίμος οι μίμοι
      γενική του μίμου των μίμων
    αιτιατική τον μίμο τους μίμους
     κλητική μίμε μίμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μίμος σε υπαίθρια παράσταση παντομίμας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μίμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῖμος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μί‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μίμος αρσενικό

  1. (θέατρο) είδος αρχαίου θεάτρου που παρουσιάζει καθημερινά θέματα με κωμικό τρόπο
  2. (επάγγελμα) καλλιτέχνης που μιμείται διασκεδάζοντας τους άλλους
  3. (θέατρο) ηθοποιός παντομίμας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]