μίσθαρνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μίσθαρνος < ελληνιστική κοινή μίσθαρνος (μισθωτός εργάτης) (εκ συναρπαγής από τη φράση μισθόν ἄρνυσθαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈmis.θaɾ.no/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]μίσθαρνος, -η, -ο
- (κακόσημο) που εκτελεί ένα έργο αποβλέποντας μόνο στις υλικές ωφέλειες που θα αποκομίσει και χωρίς να ενδιαφέρεται για την ηθική του αξία ή το συλλογικό καλό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μίσθαρνος
|