μίσυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Έχει κανονικά την κλίση άστυ? (μίσει, μίση/μίσεα)? ‑‑Sarri.greek  | 09:19, 19 Ιανουαρίου 2022 (UTC)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μίσῠ τὰ μίσῠ
      γενική τοῦ μίσῠος
μίσεως
τῶν μισῠ́ων
      δοτική τῷ μίσῠῐ̈ τοῖς μίσῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μίσῠ τὰ μίσῠ
     κλητική ! μίσῠ μίσῠ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μίσῠε
γεν-δοτ τοῖν  μισῠ́οιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μίσυ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μίσυ ουδέτερο

  1. είδος μεταλλεύματος χαλκού
    ※  1ος αιώνας κε Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἱατρικῆς, 5, 101, 1, 7
    Διαφέρει δὲ αὐτῶν ἡ θειόχρους, λεία, ὁμαλή, καθαρά, ἐν τῷ θιγεῖν ὕδατος μελαινομένη ταχέως. Δύναμιν δὲ ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τῷ μίσυι.
    ※  3ος αιώνας πκε Ψευδο-Δημόκριτος Βῶλος ὁ Μενδήσιος, Δημοκρίτου Φυσικὰ καὶ Μυστικά, 2, 46, 8
    Τῷ θείῳ τῷ ἀπύρῳ συλλείου σῶρι καὶ χάλκανθον· τὸ δὲ σῶρί ἐστιν ὡς κυανὸς ψωρώδης, εὑρισκόμενος ἀεὶ ἐν τῷ μίσυι· τοῦτο καὶ χλωρὸν χάλκανθον καλοῦσιν.
  2. (ελληνιστική σημασία , μύκητας) είδος τρούφας (en:tuber aestivum) που φύεται στην Κυρήνη
    ※  5ος αιώνας πκε Ιπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, 17, 23
    Ἄλλο ξηρὸν ὁμοίως δάκνον· μίσυος ὡς λειοτάτου ἐπιπάσσειν ἐπὶ τὰ ὑγρὰ καὶ σαπρὰ, καὶ ἄνθος λεπτὸν μὴ παντελῶς λεῖον.
  3. ※  2ος αιώνας κε Αρχιγένης, Περὶ τῶν ἑλμίνθων γενῶν, 20, 1
    ἐχίνων ὄστρακα κασσίας μήτρας φοινίκων ὀστοῦ ὀστρέων κεκαυμένων οἰνάνθης βοτάνης μίσυος συμφύτου ῥίζης