μαβί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαβί < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ماوی (mavi) (τουρκική mavi) < αραβική مَاوِيّ (māwiyy, υδάτινος)[1] < αραβική مائي (māwī, ύδωρ, υδατικό)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐βί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαβί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα, λογοτεχνικό) το μοβ χρώμα
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Μακριά (1914)
- Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
- Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Μακριά (1914)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαβί
|
Επίθετο
[επεξεργασία]μαβί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του μαβής για όλα τα γένη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαβί
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μαβί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)