μακάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακάρι < μεσαιωνική ελληνική μακάρι < ελληνιστική κοινή μακάριόν ἐστι
Επιφώνημα
[επεξεργασία]μακάρι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακάρι
|