μανάβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαναβή

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μανάβη αρσενικό