μανταμίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανταμίτσα | οι | μανταμίτσες |
γενική | της | μανταμίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μανταμίτσα | τις | μανταμίτσες |
κλητική | μανταμίτσα | μανταμίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανταμίτσα < υποκοριστικό του μαντάμ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανταμίτσα θηλυκό
- μικρή κυρία, χαριτωμένος και τρυφερός τρόπος χαρακτηρισμού κοπέλας ή μικρού κοριτσιού που μοιάζει μεγαλύτερο από την ηλικία του λόγω των ρούχων, του κουρέματος των μαλλιών, της συμπεριφοράς κ.α. εξωτερικών κυρίως χαρακτηριστικών που παραπέμπουν σε ωριμότητα και ευγένεια ενηλίκων
- (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση για γυναίκα
- ειρωνικός και συνήθως μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί μαντάμ (δηλαδή υπολείπεται σε κάποια χαρακτηριστικά της κυρίας με τη συμβατική έννοια του όρου).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μανταμίτσα
|