μαργαρίτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαργαρίτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαργαρίτα οι μαργαρίτες
      γενική της μαργαρίτας των (μαργαριτών)
    αιτιατική τη μαργαρίτα τις μαργαρίτες
     κλητική μαργαρίτα μαργαρίτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαργαρίτες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαργαρίτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική margarita < λατινική margarita < ελληνιστική κοινή μαργαρίτης (αντιδάνειο) < περσική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαργαρίτα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]