μαστεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστεκτομή θηλυκό
- χειρουργική επέμβαση στο μαστό για εκτομή ιστών είτε για προληπτικούς λόγους είτε επειδή πολλά κύτταρά τους έχουν ήδη εξαλλαχθεί σε καρκινικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστεκτομή