μεγαλέμπορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλέμπορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλέμπορας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλέμπορας
→ δείτε τη λέξη μεγαλέμπορος |