μεζεδάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεζεδάδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κατάστημα που σερβίρει μεζέδες και ποτά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεζές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεζεδάδικο
|