μελίρρυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μελίρρυτος < αρχαία ελληνική μελίρρυτος
Επίθετο
[επεξεργασία]μελίρρυτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελίρρυτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μελίρρυτος
- αυτός που στάζει (ρέει) από το στόμα του μέλι
- (μεταφορικά) ο γλυκομίλητος