μελιστάλαχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.liˈsta.la.xtos/
Επίθετο
[επεξεργασία]μελιστάλαχτος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μελιστάλαχτα
- → δείτε τις λέξεις μέλι και σταλάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελιστάλαχτος
|