μελιτζανοσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελιτζανοσαλάτα οι μελιτζανοσαλάτες
      γενική της μελιτζανοσαλάτας
    αιτιατική τη μελιτζανοσαλάτα τις μελιτζανοσαλάτες
     κλητική μελιτζανοσαλάτα μελιτζανοσαλάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια φέτα ψωμί αλειμμένη με μελιτζανοσαλάτα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελιτζανοσαλάτα < μελιτζάν(α) + -ο- + -σαλάτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μελιτζανοσαλάτα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]